- κρυφογενής
- κρυφογενής, -ές (Α)αυτός που γεννήθηκε κρυφά, κρυφογεννημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ο)-* + -γενής (< γένος), πρβλ. νυμφο-γενής, ονειρο-γενής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρυφογενέσιν — κρυφογενής secretly born masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
κρυφ(ο)- — (AM κρυφ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται κρυφά, συγκεκαλυμμένα, με τρόπο ώστε να μην γίνει αντιληπτό (πρβλ. κρυφο γελώ, κρυφο λαλιά). Προέρχεται από το επίθετο… … Dictionary of Greek